- καθαρισμούς
- καθαρισμόςmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
очищениѥ — ОЧИЩЕНИ|Ѥ (166), ˫А с. 1. Очищение от грязи: чьваньць. очищени˫а и блюдъ и чашь. (καϑαρισμός) КЕ XII, 252а; то же КВ к. XIV, 211а; О томь ˫ако не стѹжати честьнымь домомь. рекш(е) манастыремъ. работамi скверньны(мi) ихъ здании. свiнь пѹтнаго… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αέριο — Σώμα σε κατάσταση τέτοια που δεν χαρακτηρίζεται ούτε από το σχήμα ούτε από τον όγκο του και αυτό οφείλεται στη σχεδόν πλήρη ελευθερία κίνησης των συστατικών σωματιδίων του και των σχετικά μεγάλων αποστάσεων μεταξύ τους. Η ύπαρξη χώρου μεταξύ των… … Dictionary of Greek